ἐρεβινθιαῖος

English (LSJ)

α, ον, of the size of an ἐρέβινθος, Dsc.5.137,152.

German (Pape)

[Seite 1022] von der Art, so groß wie ἐρέβινθος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεβινθιαῖος: -α, -ον, ἐρεβινθιαῖον μέγεθος = μέγεθος ἐρεβίνθου, Διοσκ. 5. 154 (155).

Greek Monolingual

ἐρεβινθιαῖος, -α, -ον (Α) ερέβινθος
αυτός που έχει μέγεθος ενός ρεβιθιού.