ἐρεύω

English (LSJ)

= ἐρευνάω, Eust.670.65, Hsch.:—hence ἐρευτής, οῦ, ὁ, = ἐρευνητής, exactor, collector of stale-debts, SIG527.132 (Dreros, iii B. C.), GDI5073.18 (Cnossus, ii B. C.). (Cf. ἐρέω (A).)

Greek Monolingual

ἐρεύω (AM)
άλλος τ. του ερευνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερευνώ].