ἐριγάστωρ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, pot-bellied, μόσχοι Nic.Al.344.
German (Pape)
[Seite 1028] ορος, dickbäuchig, Nic. Al. 344.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, μεγάλην ἔχων γαστέρα, μόσχος Νικ. Ἀλεξιφ. 344.
Greek Monolingual
ἐριγάστωρ, ὁ (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γάστωρ (< γαστήρ)].