ἐριῶπις: ιδος ἡ большеглазая (κούρη Hom.).
ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικόπρβλ. ελίκωψ, μύωψ + κατάλ. -ης)].