ἐρυθραίνομαι

Greek Monotonic

ἐρυθραίνομαι: Παθ., γίνομαι κόκκινος, αναψοκοκκινίζω, κοκκινίζω από ντροπή, σε Ξεν.

Middle Liddell

Pass. to become red, to blush, Xen.