ἐρυθρόχροος

English (LSJ)

ἐρυθρόχροον, contr. ἐρυθρόχρους, ἐρυθρόχρουν, redcoloured, ὑπόδεσις D.C.43.43.

German (Pape)

[Seite 1036] rothfarbig, bei Gell. N. A. 19, 7; ὑπόδεσις D. Cass. 43, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, ουν, ἔχων ἐρυθρὸν χρῶμα, Δίων Κ. 43. 43.