ἐρωτοδιδάσκαλος

English (LSJ)

ὁ, ἡ, teacher of the art of love, Ath.5.219d.

German (Pape)

[Seite 1041] ὁ, ἡ, Lehrer, Lehrerinn der Liebe, Ath. V, 219 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ἡ, διδάσκαλος τῆς τέχνης τοῦ ἐρᾶν, Ἀθήν. 219D.

Greek Monolingual

ἐρωτοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
ο δάσκαλος της τέχνης του έρωτα.