ἐσοχάδες

Greek (Liddell-Scott)

ἐσοχάδες: -ων, αἱ, (εἰσέχω) ἐσωτερικαὶ αἱμορροΐδες, κοινῶς «ζοχάδες», Γαλην. 2. σ. 449. 19 καὶ 21, κτλ., πρβλ. ἐξοχάδες.

German (Pape)

αἱ (ἐσέχω), innere Adergeschwülste im Mastdarm, Medic.