ἐσέχω

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. εἰσέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐσέχω: = εἰσέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσέχω: ἐσηγέομαι, ἐσηθέω, ἐσήκω, ἴδε εἰσ-.

Greek Monotonic

ἐσέχω: ἐσ-ηγέομαι, ἐσ-ηθέω, ἐσ-ήκω, βλ. εἰσ-.