ἐτεόκριθος

English (LSJ)

(sc. κριθή), ἡ, genuine, good barley, Thphr. CP 3.22.2.

German (Pape)

[Seite 1047] ἡ, ächte Gerste, κριθή, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτεόκρῑθος: ἡ, γνησία, καλὴ κριθή, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 2.

Greek Monolingual

ἐτεόκριθος, ἡ (Α)
το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + -κριθος < κριθή (πρβλ. εύκριθος)].