confine, ὕδωρ Tab.Heracl.1.131.
ἐφέργω (Α)1. κατακρατώ, περιορίζω2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. του εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»].