ἐφήβειος

English (LSJ)

α, ον, youthful, ἁλικία AP7.427.12 (Antip. Sid.); ἀκμαί Epigr.Gr.231 (Cnios).

German (Pape)

[Seite 1116] = ἐφήβαιος, ἐφηβείαις ἀκμαῖς Ep. ad. 734 (App. 148, nach Dorville's Conj. ἐφηβείας).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne l'adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐφήβειος: Anth. = *ἐφηβαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφήβειος: -α, -ον, νεανικός, ἀκμὴ Ἀνθ. Π. 7. 427, παράρτ. 148.

Greek Monolingual

ἐφήβειος και ἐφήβιος, -ία, -ον (Α) έφηβος
νεανικός.

Greek Monotonic

ἐφήβειος: -α, -ον (ἔφηβος), νεανικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐφήβειος, η, ον ἔφηβος
youthful, Anth.