ἐφαρπάζω

English (LSJ)

perhaps by mistake for ἀφαρπ-, Sammelb.4315.4.

Greek Monolingual

ἐφαρπάζω, ίσως εσφ. γρφ. αντί ἀφαρπάζω (Α)
αρπάζω διά της βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁρπάζω.