ἀφαρπάζω
καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
English (LSJ)
fut. Ep. -άξω, Att. -άσομαι:—Pass., pf. -ήρπασμαι X. Cyn.9.18: aor. 1 -ηρπάσθην Id.HG5.4.17; -ηρπάγην IPE1.26 (Olbia): —tear off or from, Ἕκτωρ δ' ὡρμήθη κόρυθα.. κρατὸς ἀφαρπάξαι Il. 13.189; snatch away, steal from, τί τινος Ar.Eq.1062: c. acc. only, snatch eagerly, S.Tr.548, E.Ion1178; ἀ. τὸν στέφανον D.21.64; of death, IG12(7).52.9 (Amorgos):—Pass., Lys.19.31; φωτὸς ἀφαρπασθείς, of one dead, IG14.1386, cf. 12(7).400 (Amorgos).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. pas. ἀφηρπάγη IG 12(5).653.25 (Siro I d.C.), IPE 12.52.9 (Olbia II/III d.C.)]
I c. ac. de cosa
1 arrancar, arrebatar c. gen. κόρυθα ... κρατὸς ἀφαρπάξαι Il.13.189, στόματος ... ἐδωδήν A.R.2.223, cf. Orph.L.552
•sólo c. ac. τοὺς ὀφθαλμούς Ael.NA 2.47, τὸ χλαμύδιον Plu.2.755a, en v. pas. αἱ θύραι ἀπὸ τῶν οἰκημάτων ἀφηρπάσθησαν Lys.19.31, ὅπλα ἀφαρπασθέντα armas arrancadas (de las manos de los soldados), X.HG 5.4.17, αἱ πέτραι ἕξουσι τὸν φλοιὸν τοῦ ξύλου ἀφηρπασμένον las piedras tendrán (restos de) la corteza arrancada al palo X.Cyn.9.18.
2 arrebatar, robar ὃ ἂν ἀφύλακτον ᾖ X.Eq.Mag.4.18, τὸν στέφανον D.21.6.4, ἀργύριον PHib.127.4 (III a.C.), cf. BGU 1141.23, 1200.26 (ambos I a.C.)
•por parte de recaudadores embargar mediante extorsión χιτῶνα POxy.285.10 (I d.C.), cf. BGU 515.18 (II d.C.).
3 fig. esp. de los efectos del amor contemplar con pasión ὧν ἀφαρπάζειν φιλεῖ ὀφθαλμὸς ἄνθος S.Tr.548, cf. AP 12.84 (Meleagr.), Anacreont.10.10.
II c. ac. de pers.
1 raptar γυναῖκας Nonn.D.1.119, en v. pas. ἀφαρπαγέντων καὶ οἰκετικῶν σωμάτων ὑπὸ πειρατῶν IG l.c.
2 esp. en inscr. funerarias arrebatar a la vida αὐτὸν ὠκύμορον IG 12(7).52.9 (Amorgos), Μοῖρα ... μ' ἀφαρπάξασα TAM 5.797.12 (Lidia II d.C.), cf. IMEG 99.44 (II/III d.C.)
•en v. pas. φωτὸς ἀφαρπασθείς arrebatado de la luz e.d. del vivir IG 14.1386.3 (Lacio III d.C.), ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης ἀφαρπασθῆναι IG 12(7).400.7 (Amorgos), ἀφαρπασθεῖσα πόθων εὐνῆς τε Γλύκωνος epigr. en IEphesos 2109, cf. IPE l.c.
German (Pape)
[Seite 407] (s. ἁρπάζω), herabreißen, κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι, den Helm vom Haupte, Il. 13, 189; τὰς ἰσχάδας ἀπὸ τῆς τραπέζης Ar. Plut. 677; Soph. Tr. 549; φλοῖον τοῦ ξύλου ἀφηρπασμένον Xen. Cyn. 9, 18.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφαρπάσομαι, ao. ἀφήρπασα, pf. inus.
Pass. ao. ἀφηρπάσθην, pf. ἀφήρπασμαι;
enlever de force, arracher : κόρυθα IL un casque de la tête (d'un ennemi).
Étymologie: ἀπό, ἁρπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφαρπάζω:
1 срывать, сдергивать (κόρυθα κρατός Hom.; ἄνθος Soph.; τὸν στέφανον Dem.; τὴν χλαμύδα Plut.);
2 сдирать (φλοῖον τοῦ ξύλου Xen.);
3 хватать, похищать (τοὺς φθοῖς ἀπὸ τῆς τραπέζης Arph.; τὰ φορτία Plut.);
4 убирать прочь, уносить (οἰνηρὰ τεύχη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαρπάζω: μέλλ. Ἐπ. -άξω, Ἀττ. -άσομαι: Παθ. πρκμ. -ήρπασμαι Ξεν. Κυν. 9, 18· ἀορ. α΄ -ηρπάσθην Ἑλλ. 5. 4, 17· ἐν μεταγ. Ἐπιγρ. -ηρπάγην [ᾰ]. Ἀποσπῶ, ἁρπάζω ἀπό τινος, Ἕκτωρ δ’ ὡρμήθη κόρυθα… κρατὸς ἀφαρπάξαι Ἰλ. Ν. 189· ἁρπάζω, κλέπτω ἀπό τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1062· μετὰ μόνης αἰτιατ., ἁρπάζω τι μετὰ ζήλου καῖ ζέσεως, Σοφ. Τρ. 548, Εὐρ. Ἴων 1178· ἀφ. τὸν στέφανον Δημ. 535. 15: ― Παθ., Λυσ. 154. 36· φωτὸς ἀφαρπασθείς, ἐπὶ νεκροῦ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 577. 3.
English (Autenrieth)
seize away from, aor. inf., Il. 13.189†.
Greek Monolingual
(AM ἀφαρπάζω)
αρπάζω κάτι βίαια
νεοελλ.
(-ομαι) είμαι ευέξαπτος, παραφέρομαι
μσν.
1. απάγω γυναίκα
2. (για το βλέμμα) απομακρύνω
αρχ.
1. κλέβω
2. αρπάζω κάτι με προθυμία και αποφασιστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αρπάζω].
Greek Monotonic
ἀφαρπάζω: μέλ. Επικ. -άξω, Αττ. -άσομαι — Παθ., παρακ. -ήρπασμαι, αόρ. αʹ -ηρπάσθην· αποσπώ ή αρπάζω, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· αρπάζω μακριά, κλέβω από, τί τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. μόνο, αρπάζω με ζήλο, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
to tear off or from, c. gen., Il.; to snatch away, steal from, τί τινος Ar.: c. acc. only, to snatch eagerly, Soph., Eur.