ἐφευρετικός

English (LSJ)

ἐφευρετική, ἐφευρετικόν, inventive, Sch. Od.1.349.

German (Pape)

[Seite 1116] ή, όν, erfinderisch, Schol. Od. 1, 349.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐφευρετικός, -ή, -όν) εφευρέτης
αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος.