ἐφόλκαιον

English (LSJ)

τό, (ἐφέλκω) prob. lading-plank, ξεστὸν ἐ. Od.14.350.

German (Pape)

[Seite 1121] τό, das Steuerruder, Od. 14, 350, od. = ἐφόλκιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gouvernail.
Étymologie: ἐφολκός.

Russian (Dvoretsky)

ἐφόλκαιον: τό предполож. руль, кормило Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφόλκαιον: τό, (ἐφέλκω) πηδάλιον, ξεστὸν ἐφόλκαιον Ὀδ. Ξ. 350.

English (Autenrieth)

(ἕλκω): rudder, Od. 14.350†.

Greek Monotonic

ἐφόλκαιον: τό (ἐφέλκω), πηδάλιο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐφόλκαιον, ου, τό, ἐφέλκω
a rudder, Od.