ἐφολκός
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
ἐφολκόν,
A drawing on, enticing, ἐφολκὰ λέγειν Th.4.108: c. gen., παιδὸς ἐφολκόν Call.Fr.291; ἐ. εἰς παρρησίαν Ael.VH8.12; ὅσα κυνὶ ὀρέγεται ἐ. εἰς τὴν ἑαντοῦ φιλίαν Id.NA7.10.
II requiring to be drawn on, laggard, Ar.V.268; μὴ πρόλεσχος μηδ' ἐ. ἐν λόγῳ not eager to begin, nor yet lagging, tedious in reply, A.Supp.200.
German (Pape)
[Seite 1121] (ἕλκω), 1) nachgeschleppt, wie die ἐφολκίς, Ar. Vesp. 268, οὐ μὴν πρὸ τοῦ γ' ἐφολκὸς ἦν, ἀλλὰ πρῶτος ἡμῶν ἡγεῖτο, er ließ sich nicht ins Schlepptau nehmen; übertr., μὴ πρόλεσχος μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ, schleppend u. weitläuftig, Aesch. Suppl. 197. – 2) akt., an sich ziehend, anlockend, reizend, ἐφολκὰ καὶ οὐ τὰ ὄντα λέγειν Thuc. 4, 108; bei Sp. τὸ ἐφ., = δέλεαρ, Lockspeise, im eigtl. Sinne u. übertr., Ael. V. H. 8, 12 H. A. 7, 10 u. A.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui attire à soi, gén. ; τὸ ἐφολκόν ÉL appât ; fig. qui excite à, avec εἰς et l'acc. ; abs. séduisant;
2 prolixe.
Étymologie: ἐφέλκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφολκός:
1 манящий, заманчивый: ἐφολκὰ καὶ οὐ τὰ ὄντα λέγειν Thuc. рассказывать соблазнительные небылицы;
2 ирон. которого приходится тащить как на буксире (οὐκ ἐ. ἦν, ἀλλὰ πρῶτος ἡγεῖτο Arph.);
3 пространный, растянутый: μὴ πρόλεσχος μηδ᾽ ἐ. ἐν λόγῳ Aesch. немногоречивый и немногословный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφολκός: -όν, (ἐφέλκω) ἑλκυστικός, ἐπαγωγός, ἐφολκὰ λέγειν Θουκ. 4. 108: μετὰ γεν., παιδὸς ἐφολκὸν Καλλ. Ἀποσπ. 291· ἐφολκὸς εἰς παρρησίαν Αἴλ. Ποικ. Ἱστ. 8, 12: - ἐφολκόν, τό, δόλωμα, δέλεαρ, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Ζ. 7. 10 ΙΙ. ἔχων χρείαν ἑλκυσμοῦ, βραδυκίνητος, νωθρός, βραδύς, Ἀριστοφ. Σφ. 268· μὴ πρόλεσχος μηδ’ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ, «μὴ προτέρα κατάρχου τοῦ λόγου μήτε ἀμειβομένη μακρολόγει» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 200.
Greek Monolingual
ἐφολκός, -όν (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφολκόν
το δόλωμα, αυτό που δελεάζει, που παρασύρει
αρχ.
Greek Monotonic
ἐφολκός: -όν (ἐφέλκω),·
I. ελκυστικός, επαγωγός, θελκτικός, σε Θουκ.
II. αυτός που απαιτεί ανέλκυση, βραδυκίνητος, νωθρός, βραδύς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐφολκός, όν ἐφέλκω
I. drawing on or towards, enticing, alluring, Thuc.
II. requiring to be drawn on, a laggard, Ar.
Lexicon Thucydideum
blandus, permulcens, flattering, soothing, 4.108.5.
Translations
attractive
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний