ἐχείδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔχις, little adder, Suid. s.v. ἔχις; cf. ἐχίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔχις, μικρὰ ἔχιδνα, «ἐχείδιον, ὀφείδιον» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.

Greek Monolingual

ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα.

German (Pape)

dim. von ἔχις, kleine Otter, Suid. S. ἐχίδιον.