οχιά

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών δέκα περίπου ειδών ιοβόλων φιδιών του γένους vipera, η έχιδνα
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ κακός και ύπουλος, ιδίως μοχθηρή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔχις, με επίδραση του όφις].