ἐϋπλυνής
English (LSJ)
ἐϋπλυνές, (πλύνω) well-washed, well-cleansed, φᾶρος Od.8.392, 425, 13.67,16.173.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋπλῠνής: -ές, (πλύνω) καλῶς πλυθείς, καθαρός, φάρος ἐϋπλυνὴς Ὀδ. Θ. 392, 425., Ν. 67., Π. 173.
Greek Monotonic
ἐϋπλῠνής: -ές (πλύνω), αυτός που έχει πλυθεί καλά, καθαρός, σε Ομήρ. Οδ.
German (Pape)
ep. = εὐπλυνής.