ἑλλά

English (LSJ)

ἡ, Lacon. for καθέδρα, Hsch.:—also Ἕλλα· Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλλά: ἡ, «καθέδρα, Λάκωνες· καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ (καὶ οἱ ἱερεῖς Ἐλλοὶ)» Ἡσύχ., Λατ. sella.

Frisk Etymological English

See also: s. ἑδώλια.

Frisk Etymology German

ἑλλά: {hellá}
Meaning: καθέδρα. Λάκωνες H.
See also: s. ἑδώλια.
Page 1,498

German (Pape)

ἡ, lakon. = ἕδρα, sella, Hesych.