ἑλλός

English (LSJ)

ἑλλός or ἐλλός (A), ὁ, a young deer, fawn, ποικίλος Od.19.228, cf. Ant.Lib.28.3, Eust.1863.40. (Prob. from *ἐλνός, cf. ἔλαφος.)

German (Pape)

[Seite 801] ὁ, auch ἐλλός geschrieben, Hirschkalb; Od. 19, 228; Soph. frg. 105.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
faon, jeune cerf, animal.
Étymologie: DELG v. ἔλαφος.

English (Autenrieth)

young deer, Od. 19.228†.

Greek Monotonic

ἑλλός: ή ἐλλός, ὁ, νεαρό ελάφι, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλλός: ἢ ἐλλός, ὁ, νεβρός, ποικίλον ἑλλὸν Ὀδ. Τ. 228, πρβλ. Εὐστ. 1863. 39˙ πρβλ. ἑλλοφόνος (ἴδε τὴν λὲξιν ἔλαφος).

Middle Liddell

or ἐλλός, ὁ,
a young deer, fawn, Od.