ἑξαμερής
English (LSJ)
ἑξαμερές, in six parts, of the hexameter, Orph.Fr.356.
Spanish (DGE)
(ἑξᾰμερής) -ές
dividido en seis partes πνεύμων Ar.Byz.Epit.2.328, σκῆπτρον ... ἑ. πισύρων καὶ εἴκοσι μέτρων Orph.Fr.166, del λόγος Sch.D.T.354.10.
German (Pape)
[Seite 867] ές, sechstheilig, Longin. fr. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξᾰμερής: -ές, ὁ, ἐκ μερῶν ἓξ ἀποτελούμενος, ἐπὶ τοῦ ἑξαμέτρου. Ὀρφ. παρὰ Λογγίνῳ ἐν Ἀποσπ. 3. 7.
Greek Monolingual
-ές (AM ἑξαμερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από έξι μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -μερής < μέρος.