ἑπτάωρος

English (LSJ)

ἑπτάωρον, lasting seven days, σεληνιακαὶ φάσεις Theol.Ar.45.

German (Pape)

[Seite 1013] von sieben Stunden, Theolog. ar. p. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάωρος: -ον, ἐξ ἑπτὰ ὡρῶν ἀποτελούμενος, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 45.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπτάωρος, -ον) αυτός που διαρκεί επτά ώρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επτάωρο
χρονικό διάστημα επτά ωρών.