ἑπταήμερος
English (LSJ)
ἑπταήμερον, lasting seven days, D.C.76.1.
German (Pape)
[Seite 1012] siebentägig, ἑορτή D. Cass. 76, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταήμερος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. ἑπτήμερος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπταήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί επτά ημέρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επταήμερο
χρονικό διάστημα επτά ημερών
μσν.
ηλικίας επτά ημερών.