ἑσπερόμορφος

English (LSJ)

ἑσπερόμορφον, dark, shadowy, Tz.H.11.224.

German (Pape)

[Seite 1043] von abendlicher, finsterer Gestalt, Tzetz.

Greek Monolingual

ἑσπερόμορφος, -ον (Μ)
ο σκοτεινός, αυτός που έχει τη μορφή εσπέρας («νυκτερίου εἴδωλον δαίμονος ἑσπερόμορφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσπερος + -μορφος < μορφή.