ἑστιατήριον
English (LSJ)
τό, banqueting-hall, Rev. Épigr.1.239 (Naples, ii A. D.), Philostr.VS2.23.
German (Pape)
[Seite 1044] τό, der Speisesaal, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιᾱτήριον: τό, δειπνητήριον, ἐν ᾧ ἐγίνοντο αἱ ἑστιάσεις, Φιλόστρ. 605.
Greek Monolingual
ἑστιατήριον, τὸ (Α)
τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε -τήριον (πρβλ. εργαστήριον)].