ἑτέρωτα

German (Pape)

[Seite 1051] äol. = ἑτέρωθεν, Sappho.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτέρωτα: Αἰολ. ἀντί ἑτέρωθι, Σαπφώ 1. 5, ἴδε Α. Β. 606, 607.

Greek Monotonic

ἑτέρωτα: Αιολ. αντί ἑτέρωθι.