ἑτέρωθεν

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτέρωθεν Medium diacritics: ἑτέρωθεν Low diacritics: ετέρωθεν Capitals: ΕΤΕΡΩΘΕΝ
Transliteration A: hetérōthen Transliteration B: heterōthen Transliteration C: eterothen Beta Code: e(te/rwqen

English (LSJ)

(or ἕτερωθε Hes.Sc.281, cf. A.D.Adv.194.4), Adv.
A from the other side, Il.1.247, al.; ἐκ δ' ἑτέρωθεν v.l. in Theoc.22.91.
2 in pregnant sense with Verbs of rest, on the other side, opposite, ἕστηκ' Il.3.230, cf. 6.247.
II from another quarter, from outside, Lys. 17.4, Pl.Lg.702c, Arist.EN1121a34, Bato 5.9.

German (Pape)

[Seite 1051] auch ἑτέρωθε, Hes. Sc. 281, von der andern Seite her, so daß an zwei Seiten gedacht wird, wie beim Streit, Ἀτρείδης δ' ἑτέρ. ἐμήνιε Il. 1, 247; sp. D., auch ἐκ δ' ἑτέρωθεν, Theocr. 22, 91; allgemeiner, αὐτόθιἑτέρωθεν Plat. Legg. III, 702 c. – Zuweilen scheint es für ἑτέρωθι zu stehen, wie bei ἕστηκεν, ἔσαν, Il. 3, 230. 6, 247, doch liegt immer ein von der andern Seite her sich Zeigen darin.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. avec mouv.
1 en venant de l'autre côté;
2 d'un autre côté;
II. sans mouv., c. ἑτέρωθι : de l'autre côté, en face.
Étymologie: ἕτερος, -θεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτέρωθεν: (ἤ -θε, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 281, Κόϊντ. Σμ., κλ., ἀλλ’ ὁ Spitzn. διορθοῖ ἑτέρωθι): Ἐπίρρημ.: - ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους, Ἀτρεΐδης δ’ ἑτέρωθεν ἐμήνιε Ἰλ. Α. 247, κ. ἀλλ.· ἐκ δ’ ἑτέρωθεν Θεόκρ. 22. 91. 2) βραχυλογικῶς μετὰ ῥημ. στάσεως, ὡς εἰ ἀντὶ τοῦ ἑτέρωθι, ἐκ τοῦ ἄλλου μέρους, κατέναντι, Ἰδομενεύς δ’ ἑτέρωθεν ἐνὶ Κρήτεσσι θεὸς ὥς ἕστηκ’ Ἰλ. Γ. 230. Ζ. 247. ΙΙ. = ἄλλοθεν, ἐξ ἄλλου μέρους, Πλάτ. Νόμ. 702C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 34.

English (Autenrieth)

from or on the other side.

Greek Monolingual

και ετέρωθε (ΑΜ ἑτέρωθεν)
επίρρ. από το άλλο μέρος, από την άλλη μεριά, από την άλλη πλευρά
αρχ.
1. στην άλλη μεριά, απέναντι
2. από άλλον τόπο, από άλλο μέροςἑτέρωθεν εἰσπράξασθαι», Πλάτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + επίθ. -θεν, που δηλώνει απομάκρυνση (πρβλ. άλλο-θεν, εκεί-θεν)].

Greek Monotonic

ἑτέρωθεν: (ἕτερος), επίρρ.:
1. από την άλλη πλευρά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. βραχυλογικά, με ρήματα στάσης, στη θέση του ἑτέρωθι, στην άλλη πλευρά, αντίθετα, αντικρυστά, στο απέναντι μέρος, στο ίδ.

Middle Liddell

ἕτερος
adv.
1. from the other side, Il.
2. in pregnant sense with Verbs of rest, as if for ἑτέρωθι, on the other side, opposite, Il.

English (Woodhouse)

from elsewhere

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)