ἔγκρασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, blending of sounds, Nicom.Harm.2: metaph., multiplication of numbers, κατ' ἔγκρασιν, opp. κατὰ σύνθεσιν (addition), Theol.Ar.9,37.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 mús. mezcla, combinación de sonidos κατὰ σωρείαν καὶ οὐ κατ' ἔγκρασιν τῶν τῆς φωνῆς μορίων ἀλλήλοις παρακειμένων Nicom.Harm.2.
2 mat. multiplicación op. σύνθεσιςadición’, Iambl.in Nic.80, 81, Theol.Ar.9.37.

German (Pape)

[Seite 709] ἡ, das Einmischen, Beimischung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκρᾱσις: -εως, ἡ, ἀνάμιξις, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 9.

Greek Monolingual

ἔγκρασις, η (Α)
η ανάμιξη.