ἔγχρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, liniment, embrocation, Hp.Hum.5.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. embrocación Hp.Hum.5, Aret.CA 1.8.4, Orib.72.7, Procl.in R.2.186, Olymp.in Phd.13.15, Hippiatr.9.14 (tít.), Hippiatr.Paris.1118.

German (Pape)

[Seite 714] τό, Salbe, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρισμα: τό, χρῖσμα, μύρον, Ἱππ. 48. 25, Γλωσσ.

Greek Monolingual

το (AM ἔγχρισμα)
η επάλειψη.