ἔκκροτος
German (Pape)
[Seite 765] erzwungen, hart, Phot. cod. 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκροτος: -ον, τραχύς, συνθήκη τε αὐτῷ (τῷ Εὐνομίῳ) ἐκβεβιασμένη... καὶ ἔκκροτος, ὡς ἀνάγκην εἶναι τῷ ἀναγινώσκοντι τὰ ἐκείνου τύπτειν σφοδρῶς τὸν ἀέρα τοῖς χείλεσι Φωτ. Βιβλ. σ. 97. 42: πρβλ. ὑπόκροτος.
Spanish (DGE)
-ον
que golpea, que choca, duro ret. del estilo, Eun.Cyz. en Phot.Bibl.97a1.
Greek Monolingual
-η, -ο
ηχηρός.