= ἔκπωμα, Hsch.
-ματος, τόcopa πεποίηκε μόνον τὸν Νέστορα αἴροντα τὸ ἔ. Porph.ad Il.168.11, παρέθηκε τράπεζαν καὶ ἐκπόματά τινα Vit.Aesop.G 72, τὰ θανάσιμα φάρμακα διδοῦσιν γλυκέσιν ἐκπόμασιν Ath.Al.Diab.2, cf. Hsch.; cf. ἔκπωμα.
[Seite 775] τό, = ἔκπωμα, Hesych., s. Lob. paral. p. 425.
ἔκπομα: ατος τό Plut. v.l. = ἔκπωμα.