ἔκπτυσμα

German (Pape)

[Seite 777] τό, das Ausgespuckte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπτυσμα: τό, τὸ ἐκπτυσθέν, πτύαλον, πτύσμα, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 280 (ἴδε ἐν. λ. ἐμπτύσματα)

Greek Monolingual

ἔκπτυσμα, το (Α)
αυτό που έχει φτυστεί, το πτύελο.