πτύσμα

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύσμα Medium diacritics: πτύσμα Low diacritics: πτύσμα Capitals: ΠΤΥΣΜΑ
Transliteration A: ptýsma Transliteration B: ptysma Transliteration C: ptysma Beta Code: ptu/sma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sputum, Hp.Aph.5.11: more freq. in plural, Id.Acut.42, Coac.401, Plb.8.12.5.
II serpent's venom, Porph.Abst. 3.9.

German (Pape)

[Seite 812] τό, das Ausgespuckte, der Speichel, Pol. 8, 14, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crachat.
Étymologie: πτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτύσμα -ατος, τό [πτύω] speeksel.

Russian (Dvoretsky)

πτύσμα: ατος τό Polyb., NT = πτύσις 2.

Greek (Liddell-Scott)

πτύσμα: τό, (πτύω) τὸ πτυόμενον, πτύελον, κοινῶς «φτύσμα», ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. 184Β, 390. 55, Πολύβ. 8. 14. 5.

English (Strong)

from πτύω; saliva: spittle.

English (Thayer)

πτύσματος, τό (πτύω, which see), spittle: Hippocrates), Polybius 8,14, 5; Or. Sibylline 8,411).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πτύω
το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ.
β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ.
γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος», ΚΔ)
αρχ.
δηλητήριο φιδιού.

Chinese

原文音譯:ptÚsma 普替士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:唾吐
字義溯源:唾沫,口水;源自(πτύω)*=吐唾液)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 唾沫(1) 約9:6