πτύελο
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
Greek Monolingual
το / πτύελον, ΝΜΑ, και πτύαλον, τὸ, και πτύαλος, ὁ, Α
το έκκριμμα του βλεννογόνου τών πνευμόνων και τών αεροφόρων οδών με προσμίξεις κυτταρικών στοιχείων, σάλιου, υπολειμμάτων τροφής, σκόνης, σωματιδίων καπνού, πύου, αίματος, παθογόνων μικροβίων, απόχρεμμα, φλέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + επίθημα -ελον / -αλον (πρβλ. μυ-ελός: μυ-αλός, πύ-ελος: πύ-αλος). Ο τ. σε -αλον είναι μτγν.].