ἔκσκευος

English (LSJ)

ἔκσκευον,
A without equipment, without mask, Sch.Ar.Av.95.
II ἔ. πρόσωπα special masks, Poll.4.141; but ἔκσκευα· τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπὶ σκηνῆς, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
en el teatro insólito, inusual, de la máscara que no tiene los rasgos habituales del género sino los específicos del personaje, Poll.4.141, Hsch., ref. la aparición de Pistetero o Evélpides disfrazados de pájaros, Sch.Ar.Au.95.

German (Pape)

[Seite 778] ungerüstet, unverlarvt; Schol. Ar. Av. 95 Poll. 4, 141.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκσκευος: -ον, ὁ ἄνευ σκευῆς, δηλ. ἄνευ θεατρικῆς ἐνδυμασίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 95· τὰ ἔκσκευα· «τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπὶ σκηνῆς» Ἡσύχ., πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 141.

Greek Monolingual

ἔκσκευος, -ον (Α)
θεατρ.
1. αυτός που δεν έχει σκευή, δηλ. θεατρική ενδυμασία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκσκευα
«τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπί σκηνῆς» (Ησύχ.).