ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, v. κτείνω.
v. κτείνω.
ἔκτα: эп. 3 л. sing. aor. 2 к *κτῆμι.
ἔκτᾰ: ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, ἴδε τὸ ῥῆμα κτείνω.
see κτείνω.
ἔκτᾰ: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του κτείνω· ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, αʹ και γʹ πληθ.