ἔκτυφος
English (LSJ)
[prob. ῡ], ον, deluding, empty, μοῦσα Oenom. ap. Eus.PE 5.11.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 784] aufgedunsen, schwülstig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτῡφος: -ον, τετυφωμένος, κενός, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 213Α.
Greek Monolingual
ἔκτυφος, -ον (Α)
1. αλαζονικός, επηρμένος
2. κενός, απατηλός.