ἔμεν

English (LSJ)

ἔμεναι, Ep. for εἶναι, v. εἰμί.

Spanish (DGE)

v. εἰμί.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἔμεν: (αι) эп. inf. praes. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμεν: ἔμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.

Greek Monotonic

ἔμεν: ἔμεναι, Επικ. αντί εἶναι, απαρ. του εἰμί (sum).