ἔμμεναι, Ep. for εἶναι, v. εἰμί.
v. εἰμί.
dor. inf. prés. de εἰμί.
ἔμμεν: (αι) эп. = ἔμεν(αι).
ἔμμεν: ἔμμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.
ἔμμεν και ἔμμεναι (Α)(απρμφ.) εἶναι.
ἔμμεν: ἔμμεναι, Επικ. αντί εἶναι, απαρ. του εἰμί (sum).