ἔμμοιρος

English (LSJ)

ἔμμοιρον, partaking, sharing, φύσεως ἀγαθοῦ Plot.4.8.6, cf. Porph.Gaur.6.2.

Spanish (DGE)

-ον
partícipe de, que comparte c. gen. ὁ νοῦς τῆς ἀθρόας καὶ ἄνευ διεξόδου θίξεώς ἐστιν ἔ. de la razón discursiva, Porph.Gaur.6.2.

German (Pape)

[Seite 809] theilhabend, änderte Herm. in Aesch. Eum. 850 für εὔμοιρος.

Greek Monolingual

ἔμμοιρος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι.