ἔνδεκα

German (Pape)

[Seite 832] οἱ, αἱ, τά, elf, von Hom. an überall; οἱ ἕνδεκα, in Athen eine Behörde aus elf Männern, welche die Aufsteht über die Gefängnisse hatten u. die Vollstreckung der Strafen, bes. die Hinrichtung besorgten.

Greek Monolingual

και έντεκα, οι, τα (AM ἕνδεκα, οι, αι, τα)
1. (άκλ. απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και μια μονάδα
2. οἱ ἕνδεκα
οι έντεκα μαθητές του Χριστού μετά την προδοσία του Ιούδα
νεοελλ.
φρ.
1. «χαθήκαμε κι οι έντεκα» — είμαστε εντελώς χαμένοι
2. φρ. το έντεκα