ἔννευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, signal, wave of the hand, δακτύλων ἐννεύμασι LXX Pr.6.13.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
seña, gesto hecho con la mano διδάσκει δὲ ἐννεύμασιν δακτύλων LXX Pr.6.13, con la mirada δι' ἐννεύματος μὴ ἁμαρτάνειν Thphl.Ant.Autol.2.35.

Greek Monolingual

ἔννευμα, το (Α) εννεύω
σημάδι, νεύμα, νόημα.