εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
ἐννεύω (Α) νεύω1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν», ΚΔ).