ἔντεφρος

English (LSJ)

ἔντεφρον, (τέφρα) ash-coloured, Dsc.5.74, Ath.9.395e.

Spanish (DGE)

-ον
del color o el aspecto de la ceniza καδμεία ... θλασθεῖσα δὲ ἔνδοθεν ἔ. καὶ ἰώδης Dsc.5.74.1, cf. 5.132, ἡ δὲ φαλαρὶς ... οὖσα ἔ. τὴν γαστέρα la focha, que es cenicienta en la zona del vientre Alex.Mynd.p.552W., cf. Orph.L.Ker.2.5.

German (Pape)

[Seite 856] in Asche, aschfarbig, Ath. IX, 395 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντεφρος: -ον, (τέφρα) ἔχων χρῶμα τέφρας, τεφρόχρους, Διοσκ. 5. 84, Ἀθήν. 395C.