ἔνωχρος

English (LSJ)

ἔνωχρον, yellowish, Arist.PA673b29, Phgn.812b10, Dsc.3.2.

Spanish (DGE)

-ον
amarillento ἤπατα Arist.PA 673b29, cf. Phgn.812b10, Bacch. en Erot.35.7, Dsc.3.2.1.

German (Pape)

[Seite 861] etwas blaß, Arist. part. anim. 3, 12.

Russian (Dvoretsky)

ἔνωχρος: изжелта-бледный (οἱ φοβηθέντες ἔνωχροι γίνονται Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔνωχρος: -ον, ὁ κἄπως ὠχρός, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 5.

Greek Monolingual

ἔνωχρος, -ον (Α)
ο κάπως ωχρός.