ἔξακμος

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que está en la flor de su juventud, muchacho, mozalbete glos. a βούπαις Moer.β 18.

German (Pape)

[Seite 865] verblüht, nach Möris hellenistisch für das att. βούπαις.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξακμος: ὁ, = βούπαις, δηλ. μέγας παῖς, οὔπω τέλειος ἀνήρ, «βούπαις, Ἀττικῶς, ἔξακμος Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σ. 97, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Piers.

Greek Monolingual

ἔξακμος, ο (Α) ακμή
βούπαις, μεγαλόσωμο παιδί που δεν είναι ακόμη τέλειος άντρας.