ἔξεισθα

English (LSJ)

v. ἔξειμι (A). ἐξεκᾰτέρωθεν, Adv. on either side, Procl. Par.Ptol.188.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. épq. de ἔξειμι².

Russian (Dvoretsky)

ἔξεισθα: эп. 2 л. sing. praes. к ἔξειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεισθα: ἴδε τὸ ῥῆμα ἔξειμι (εἶμι).

Greek Monotonic

ἔξεισθα: Επικ. αντί ἔξει, βʹ ενικ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).