Dor. for ἔξω (cf. ἔνδοι)A, τᾶς πόλεως SIG527.67 (Crete, iii B. C.), cf. Schwyzer 176 (ibid.), Eust.140.15.
[Seite 885] dor. u. äol., = ἔξω, VLL.
ἔξοι: (οὐχὶ ἐξοῖ), Δωρ. ἀντὶ ἔξω, πρβλ. ἐνδοῖ, ὃ καθ’ Ἡρῳδιαν. γραπτέον ἔνδοι, Εὐστ. Ἰλ. 140. 15.